- μάργος
- μάργος, -ον, θηλ. και μάργη (Α)1. μανιακός, παράφρονας, τρελός («θυμὸς μάργος», Θέογν.)2. (για άλογο) ορμητικός («μάργων ἐπιβήτορες ἵππων», Ομ. Επίγρ.)3. (για κρασί) δυνατός («οἶνος δὲ oἱ ἔπλετο μάργος», Ησίοδ.)4. μτφ. αισχρός, ασελγής, χυδαίος («ἐξῶλές ἐστι μάργον... γένος», Αισχύλ.)5. (για όρεξη) άπληστος, αδηφάγος, αχόρταγος («μετὰ δ' ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής αρχ. προφορικής γλώσσας, άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.